- τροχίσκος
- ο1) колесико; 2) фарм, пилюля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρόχισκος — small wheel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός τροχός, μικρή ρόδα νεοελλ. δισκίο στο οποίο η φαρμακευτική ουσία έχει αναμιχθεί με ζάχαρη, κν. παστίλια αρχ. 1. μικρή σφαίρα από σαπούνι ή από μέλι 2. καταπότιο 3. σκουλαρίκι 4. μεταλλική σφαίρα που έπεφτε πάνω σε μεταλλική… … Dictionary of Greek
τροχίσκοις — τρόχισκος small wheel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκου — τρόχισκος small wheel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκους — τρόχισκος small wheel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκων — τρόχισκος small wheel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκῳ — τρόχισκος small wheel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίσκιον — τὸ, Α [τροχίσκος] υποκορ. τού τροχίσκος … Dictionary of Greek
τροχισκάριον — τὸ, Α [τροχίσκος] υποκορ. τού τροχίσκος … Dictionary of Greek
trocisco — (Del gr. trokhiskos, píldora.) ► sustantivo masculino FARMACIA Porción de forma variada de una masa medicamentosa de la que luego se forman las píldoras. SINÓNIMO rótula * * * trocisco (del lat. «trochiscus», del gr. «trochískos») m. Farm. Cada… … Enciclopedia Universal
αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής … Dictionary of Greek